- ἀχαριστία
- ἀ-χαριστία, (1) Anmutlosigkeit (2) Undankbarkeit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀχαριστία — ἀχαριστίᾱ , ἀχαριστία ingratitude fem nom/voc/acc dual ἀχαριστίᾱ , ἀχαριστία ingratitude fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχαριστίᾳ — ἀχαριστίαι , ἀχαριστία ingratitude fem nom/voc pl ἀχαριστίᾱͅ , ἀχαριστία ingratitude fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχαριστία — η (AM ἀχαριστία) [αχάριστος (Ι)] αγνωμοσύνη νεοελλ. αχάριστη πράξη αρχ. έλλειψη χάρης, τραχύτητα … Dictionary of Greek
αχαριστία — η η ιδιότητα του αχάριστου (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀχαριστίας — ἀχαριστίᾱς , ἀχαριστία ingratitude fem acc pl ἀχαριστίᾱς , ἀχαριστία ingratitude fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχαριστίαν — ἀχαριστίᾱν , ἀχαριστία ingratitude fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχαριστίαις — ἀχαριστία ingratitude fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχαριστίην — ἀχαριστία ingratitude fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγνωμοσύνη — η (Α ἀγνωμοσύνη) νεοελλ. η μη εκδήλωση ευγνωμοσύνης, ευχαριστίας κάποιου προς τον ευεργέτη του, αχαριστία αρχ. 1. έλλειψη γνώσης, ενημερότητας σχετικά με κάτι 2. έλλειψη φρονήσεως, απερισκεψία 3. ανόητη υπερηφάνεια, υπεροψία, αλαζονεία 4. έλλειψη … Dictionary of Greek
ανεγνωριά — η η αχαριστία … Dictionary of Greek
αχαριστώ — ἀχαριστῶ ( έω) (AM) [αχάριστος (Ι)] μσν. δεν είμαι ευχαριστημένος με κάποιον, παραπονιέμαι αρχ. 1. είμαι αχάριστος, δείχνω αγνωμοσύνη σε κάποιον 2. δυσαρεστώ, στενοχωρώ 3. παθ. ἀχαριστοῡμαι μου φέρνονται με αχαριστία … Dictionary of Greek